- θριγκώδης
- θριγκώδης, -ες (Α) [θριγκός]όμοιος με θριγκό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θριγκῶδες — θριγκώδης like a coping masc/fem voc sg θριγκώδης like a coping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… … Dictionary of Greek